- ξακρίζω
- ξάκρισα, ξακρίστηκα, ξακρισμένος1. κάνοντας κάτι φτάνω σε όλα τα άκρα: Όταν σκουπίζεις να ξακρίζεις.2. για χωράφι, ανοίγω τις άκρες του ως εκεί που δεν μπορεί να φτάσει το αλέτρι: Ξάκριζε το χωράφι σου και μη λυπάσαι τα στάχυα που πέφτουν (παροιμ.).3. κόβω, αποκόπτω τις άκρες αντικειμένου: Μετά το δέσιμο τα βιβλία ξακρίζονται.4. βγάζω, διαλέγω κι αφήνω στην άκρη τα άχρηστα μέρη: Ξάκρισε το κοκάρι από τα κρεμμύδια.5. τραβώ, φέρνω κάποιον παράμερα για να του μιλήσω: Ξάκρισέ τον και μίλα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.